καυστικοῦ

καυστικοῦ
καυστικός
capable of burning
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενοξείδιο — Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού β χλωριαιθυλίου Cl CH3 CH2 Ο CO CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικός — ή βασικός, ή, ό Χημ. αυτός που αναφέρεται στα αλκάλια ή έχει ιδιότητες αλκαλίου ή καυστικού αλκαλίου π.χ. αλκαλικό διάλυμα είναι το υδατικό διάλυμα που έχει αλκαλική (βασική) αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + κατάλ. ικός* πρβλ. αγγλ. alkaline] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοκυτταρίνη — ή αλκαλοκελουλόζη ή νατροκυτταρίνη ή νατροκελουλόζη, η (Υφαντ.) προϊόν που λαμβάνεται με εμβάπτιση κυτταρίνης σε διάλυμα καυστικού νατρίου. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή τού ραιγιόν βισκόζης …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • καούρα — ή 1. η αίσθηση τού καυστικού, το κάψιμο, η καΐλα 2. φαγούρα, κνησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα, χαιρετ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”